- υψιπετηεις
- ὑψιπετήεις-ήεσσα -ῆεν Hom. = ὑψιπέτης См. υψιπετης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑψιπετήεις — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψιπετήεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) υψιπέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψιπέτης + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις*] … Dictionary of Greek